στιγκάρω

στιγκάρω
(λ. ιταλ.), στίγκαρα και στιγκάρισα, μαζεύω τα πανιά του πλοίου: Ήταν τέτοια η κακοκαιρία, που αναγκάστηκαν να στιγκάρουν όλα τα πανιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”